Έχει χάσει και τους τρεις άντρες της. Δεν έχει κληρονόμους. Η περιουσία που της είχαν αφήσει διευκολύνει τη ζωή της. Χάρη σε αυτήν, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ζει με όλες τις ανέσεις σε έναν οίκο ευγηρίας στα Βόρεια Προάστια.
Με τη βοήθεια της αποκλειστικής της νοσοκόμας κάθε πρωί κάνει τη βόλτα της στο πάρκο του οίκου. Η κυρία Άννα αρέσκεται, ιδίως τα πρωινά, όταν παίρνει το τσάι της με τις άλλες κυρίες, να διηγείται μπριόζικα επεισόδια από τους γάμους της. Οι ένοικοι επιδιώκουν τη συντροφια της γιατί η παρέα της είναι ευχάριστη. Κοκέτα και ελκυστική, προσελκύει το ενδιαφέρον και του αντρικού φύλου, για το οποίο δεν είναι αδιάφορη. Συμμετέχει στη Λέσχη Ανάγνωσης όπου τα σχόλιά της κερδίζουν τις εντυπώσεις. Συνήθως παίρνει το γεύμα της μόνη, στη βεράντα του διαμερίσματός της. Κατεβαίνει για τον απογευματινό καφέ στην αίθουσα που συγκεντρώνονται ένοικοι και προσωπικό. Παρέες παρέες, φλυαρούν, τραγουδούν, παίζουν χαρτιά, ακούνε μουσική και χορεύουν.
Το βράδυ αποσύρεται στο διαμέρισμά της και ανοίγει την τηλεόραση. Τις περισσότερες φορές, βολεμένη στην πολυθρόνα της, παρακολουθεί χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία, καθώς εικόνες και γεγονότα από το παρελθόν, της χαλαρώνουν τη σκέψη.
Είναι απογευματάκι και από το παράθυρό της βλέπει στο μονοπάτι του πάρκου τους τρεις άντρες της με ανθοδέσμες στα χέρια. Καλοντυμένοι και εμφανίσιμοι, έρχονται προς το διαμέρισμά της. Ο Αλέξανδρος στα σαράντα πέντε του, ο Αντρέας στα εξήντα του και ο Δημήτρης στα εβδομηνταπέντε του. Ίδιοι όπως τους θυμόταν. Πετάχτηκε από την πολυθρόνα. Το καθρεφτάκι και το τσιμπιδάκι για τα φρύδια που κρατούσε έπεσαν στο πάτωμα.
“Κυρία Άννα όλα καλά;” έσπευσε η νοσοκόμα στο δωμάτιό της.
Ταραγμένη και σε λήθαργο, η κυρία Άννα κοντανασαίνοντας της λέει “Κοριτσάκι μου, τι ήταν αυτό που είδα! Φαντάσου, αυτοί οι τρεις άντρες έχονταν να με επισκεπτούν! Τρόμαξα. Μια ενενηνταπεντάρα θα τους άνοιγε την πόρτα!”
“Σας είχε πάρει ο ύπνος κυρία Άννα μου, πάμε να σας βολέψω στο κρεβάτι σας.”