Η Λεωφόρος Μακντέηλ είναι μοναδική. Εδώ συνυπάρχουν μαγαζιά στριπ – σόου, συγκροτήματα μεγάλων τραπεζών, πολιτικά γραφεία, νοσοκομεία και στους γύρω παράδρομους πόρνες, τραβεστί, τρανσέξουαλ, φτηνά ξενοδοχεία αλλά και ένα από τα παλαιότερα Πανεπιστήμια της χώρας και απέναντί του η Όπερα, που φημίζεται για τις πρωτοποριακές της παραστάσεις.
Όταν ήμουν νέα, αυτή η ιδιόμορφη περιοχή λειτουργούσε σαν ένα δίπολο που ταλάνιζε το σώμα μου και την ψυχή μου. Ο άντρας μου με πίεζε να συχνάζουμε σε στριπ σόου. Εγώ πάλι, τα απογεύματα μετά από τη δουλειά, καθόμουν και διάβαζα με τις ώρες στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Σήμερα έχω εκτιμήσει την ελευθεριότητα της Λεωφόρου Μακντέηλ. Με το χρόνο, κατάλαβα ότι στις μέρες μας η πολιτική, το χρήμα, το σεξ, η γνώση και η τέχνη πειθαρχούν συντονισμένες σε λειτουργίες που συμβάλλουν στην κανονικότητα της καθημερινότητας. Στη Μακντέηλ συγχέονται τα όρια της εκπόρνευσης και της πνευματικότητας.
Σήμερα ξύπνησα με μια περίεργη διάθεση, μια μίξη θλίψης και ανησυχίας. Η εγγονή μου, δευτεροετής φοιτήτρια, ήταν άρρωστη και κινδύνευε να χάσει το εξάμηνο. Μου ζήτησε να πάω στο Πανεπιστήμιο για να δανειστώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη της σχολής της και να μελετήσει κατ’ οίκον. Τα βιβλία ήταν δεκαπέντε στον αριθμό, οπότε αποφάσισα να πάρω μαζί μου μια μικρή βαλίτσα για να τα βάλω μέσα.
“Φύγαμε”, μου είπε επιτακτικά η Κάλι, η γυναίκα που με φροντίζει τα τελευταία δέκα χρόνια.
“Έχουμε αργήσει! Σηκωθείτε από τη βαλίτσα. Θα την πάρω εγώ”.
Και έτσι βρέθηκα να διασχίζω την Μακντέηλ με τις αναμνήσεις να με κατακλύζουν.
“Εγώ θα καθίσω εδώ, στην Κεντρική Τράπεζα και θα σε περιμένω. Εσύ θα πας απέναντι, στη σχολή της μικρής. Λογικά η τράπεζα θα έχει κόσμο και θα σε περιμένω πολλή ώρα”.
Στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής της τράπεζας, πριν από εμένα είχαν αριθμό τριάντα άτομα. Ευτυχώς, ένας νεαρός, ένα πολύ γλυκό παιδί, μου έδωσε το κάθισμά του. Περιμένοντας μπροστά από τα ταμεία, αφέθηκα στις σκέψεις μου. Μια συνομήλική μου, που καθόταν μπροστά μου, όταν είδε τον αριθμό στην οθόνη ενός ταμείου, πετάχτηκε από τη θέση της και εγώ συνήλθα. Με την άκρη του ματιού μου είδα την Κάλι που είχε μπει μέσα, στο χώρο υποδοχής. Ξαφνικά, ακούγεται δυνατά – πολύ δυνατά – μουσική με επιρροές από κλασική και ηλεκτρονική σύνθεση. Δύο άντρες, ντυμένοι στα μαύρα και με τα πρόσωπα καλυμμένα, εμφανίστηκαν χορεύοντας και τραγουδώντας με δυνατές φωνές. Ο ένας ήταν βαρύτονος και ο άλλος τενόρος. Πριν συνέλθουμε από την έκπληξη, ο ένας πλησίασε το μεσαίο ταμείο και υπό την απειλή όπλου ζήτησε χρήματα. Ο δεύτερος είχε βάλει ένα πιστόλι στο κεφάλι της υπαλλήλου που βρισκόταν στο διπλανό ταμείο, την άρπαξε και την έσερνε βίαια προς την έξοδο. Μια δυνατή προσταγή από τα μεγάφωνα, μας σάστισε.
“Στοπ! Πάμε πάλι από την αρχή! Με ειδοποιούν ότι υπήρξε πρόβλημα με τις κάμερες ασφαλείας. Δεν κατέγραψαν ολόκληρη τη σκηνή της ληστείας. Ηρεμήστε παρακαλώ”
Εγώ και η Κάλι σηκωθήκαμε και βιαστικά βγήκαμε έξω. Στην κεντρική είσοδο της τράπεζας υπήρχε μια ευδιάκριτη ανακοίνωση που έγραφε “Στις 23 Μαϊου, ημέρα Τετάρτη και τις ώρες από 10 έως 10.30 πμ η Εθνική Όπερα πραγματοποιεί γυρίσματα στην ευρύτερη περιοχή που θα ενσωματωθούν στο καινούριο της διαδικτυακό έργο ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ . Η εικόνα θα προέρχεται από κάμερες που λειτουργούν σε εξωτερικούς χώρους, στους δρόμους αλλά και σε κλειστούς, όπως σε τράπεζες, σε σούπερ μάρκετ και σε εμπορικά καταστήματα της Μακντέηλ. Ευχαριστούμε για την κατανόηση σας”.
Βγαίνοντας από την τράπεζα είδαμε το νεαρό που μου έδωσε τη θέση του να κατεβαίνει στην υπόγεια διάβαση, που οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα. Τον ακολουθήσαμε προς την ίδια κατεύθυνση, μιας και έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής. Τον προσπεράσαμε και καθίσαμε στη στάση. Είχαν περάσει πέντε λεπτά. Ξαφνικά, δίπλα μας στάθηκε μια κοπέλα. Η μύτη της και το χαμόγελό της μου θύμιζαν πολύ έντονα κάποια φυσιογνωμία.
“Θα συνεχίσετε κι εσείς να λαμβάνετε μέρος στην περφόρμανς;”
“Όχι, θα επιστρέψουμε σπίτι” απάντησε απότομα η Κάλι.
Ναι, ήταν ο νεαρός που μου είχε παραχωρήσει την θέση του στην τράπεζα, αλλά τώρα φορούσε γυναικεία ρούχα. Υπέθεσα ότι η παράσταση δεν είχε τελειώσει. Μας πρόσφερε τυλιχτές καραμελίτσες για να χαλαρώσουμε. Τι ευγενικό παιδί!
Ξύπνησα στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στο διπλανό μου κρεβάτι είδα ξαπλωμένη την Κάλι. Η εντοιχισμένη τηλεόραση έδειχνε τις σκηνές που είχαμε ζήσει στο εσωτερικό της τράπεζας. Ζήτησα από τη νοσοκόμα να ανεβάσει τον ήχο.
Προσποιούμενοι τους συντελεστές της περφόρμανς, έλεγε ο εκφωνητής, τέσσερα αδίστακτα άτομα, κρυμμένα στο βαν που μετέφερε τους ηθοποιούς στην τράπεζα, τους έδεσαν, τους φίμωσαν, ντύθηκαν τις στολές τους, μπήκαν στην τράπεζα και τη λήστεψαν ανενόχλητοι. Το συμβάν έγινε αντιληπτό όταν το εγκαταλελειμμένο βαν εντοπίστηκε με τους έγκλειστους ηθοποιούς.
“Εμείς γιατί είμαστε εδώ Κάλι;”
“Μας μάζεψε το ασθενοφόρο από την στάση που είχαμε πάρει έναν υπνάκο”
“Α το παλιόπαιδο! Τι να πεις; Πάλι καλά! Τα βιβλία τα έχουμε;”
“Όλα καλά! Ηρεμήστε”.