Νιφάδες χιονιού έπεφταν στην καμπαρντίνα της. Σύμφωνα με το ρολόι δίπλα από την στάση, θα έφτανε καθυστερημένη ένα τέταρτο στη δουλειά. Μπήκε στο λεωφορείο και κάθισε σε μια από τις πίσω θέσεις. Με τα μάτια μισάνοιχτα, κοιτούσε έξω από το παράθυρο και χουχούλιαζε στη θερμαινόμενη θέση της. Άρχισε να την ενοχλεί η ζέστη. Έβγαλε την μπεζ, αντρική, καμπαρντίνα με τον μαύρο γιακά και την άφησε στην άδεια θέση δίπλα της. Συνέχιζε να κοιτάζει αφηρημένα έξω. Η πόρτα του λεωφορείου άνοιξε κάνοντας θόρυβο. Ξαφνιάστηκε. Ίσα που πρόλαβε να κατέβει. Τρομαγμένη έβαλε τα κλάματα. Είχε ξεχάσει την καμπαρντίνα της.
Το αφεντικό της τής έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα. Έβγαλε τη βρεγμένη ζακέτα της και έριξε επάνω της το σάλι που είχε στην καρέκλα του γραφείου της. Έβαλε νερό στον βραστήρα και έφτιαξε στα γρήγορα έναν καφέ. Κάθισε και άνοιξε τον υπολογιστή της. “Καλημέρα Αντωνία” είπε ένας συνάδελφός από την ανοιχτή πόρτα.”Καλημέρα Τάσο” μουρμούρησε η Αντωνία προσηλωμένη στην οθόνη.
Το τηλέφωνο δίπλα της χτύπησε. Ήταν το αφεντικό και την ήθελε στο γραφείο του. Σηκώθηκε νωχελικά. Το βλέμμα της έπεσε στην κρεμάστρα του γραφείου του. “Αντωνία, θέλω να πάρεις αυτή την καμπαρντίνα στο καθαριστήριο” “Βεβαίως κύριε Μπονστατζόγλου” απάντησε εκείνη αμήχανα και σε λίγα λεπτά βρισκόταν στο ασανσέρ με την καμπαρντίνα στο ένα χέρι και κρατώντας μια ομπρέλα στο άλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε το χέρι της στην δεξιά τσέπη της καμπαρντίνας. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει από χαρά. Με τα ακροδάχτυλά της έπιανε ένα μαντήλι. Το τράβηξε έξω. Είδε επάνω του γραμμένα τα αρχικά Θ.Κ. . Το έβαλε γρήγορα στην τσέπη του παντελονιού της. Ταραγμένη, γύρισε στο γραφείο, μη τολμώντας να ρωτήσει κανέναν για την καμπαρντίνα.
-— // —-
Έβγαλε από την τσάντα της το κλειδί με ένα μεταλλικό μπρελόκ στο οποίο ήταν χαραγμένα τα αρχικά Θ. Κ. .Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της. Το σαλόνι μύριζε φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. “Γεια σου μάνα!” είπε φωναχτά και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Μετά από λίγο, μπήκε στην κουζίνα φορώντας ένα μπουρνούζι. “Τι μαγείρεψες σήμερα μανούλα;” ρώτησε ευδιάθετη “Μοσχαράκι με πουρέ. Το αγαπημένο σου!”. Η Αντωνία την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κάθισε στο τραπέζι και η κυρία Σοφία της σέρβιρε το πιάτο με το φαγητό. Κάθισαν αντικριστά.
“Μαμά, ξέρεις την καμπαρντίνα του μπαμπά που φοράω στη δουλειά…”
“Ναι. Ξεχνιέται τι λεβέντης έδειχνε όταν τη φόραγε; Κι εσύ “κάτι του φέρνεις” όταν τη φοράς. Τι έγινε;”
“Ένα θαύμα έγινε”
“Τι εννοείς;”
“Την ξέχασα στο λεωφορείο και την ξαναβρήκα στη δουλειά. Μόνο που ο Μπονστατζόγλου με έστειλε στο καθαριστήριο να του την καθαρίσουν. Μπορείς να μου εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του;”
Το πρόσωπο της κυρίας Σοφίας σκοτείνιασε. “Είσαι σίγουρη ότι πρόκειται για την καμπαρντίνα του μακαρίτη του πατέρα σου;” “Ναι, βρήκα στην τσέπη το μαντήλι με τα αρχικά του μπαμπα” “Μην ανησυχείς, θα τη φέρουν αύριο από το καθαριστήριο σε εσένα”.
—- // —
Ο Θάνος Καλατζής άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα του μαύρου, εταιρικού αυτοκινήτου με τα φιμέ τζάμια. Ο Ανδρέας Μπονστατζόγλου κάθισε. Ο Θάνος, ασφυκτικά κουμπωμένος μέσα στη στολή οδηγού, έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί που κρεμόταν σε ένα μπρελόκ με τα αρχικά Θ. Κ. . Έβαλε μπρος τη μηχανή. Η κίνηση ήταν φρικτή. “Θάνο βρες λύση, έχω ήδη αργήσει” “Μην ανησυχείτε κύριε Μπονστατζόγλου, σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί!” Πράγματι, μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά ο Ανδρέας Μποστατζόγλου έβγαινε βιαστικά από το αυτοκίνητο, ξεχνώντας, ως συνήθως, την καμπαρντίνα του.
—— /// ——
Στο σπίτι βρίσκονταν συγγενείς και φίλοι. Η Αντωνία έκλαιγε καθισμένη στη γωνία ενός καναπέ. Η μητέρα της είχε θολό βλέμμα, ωστόσο έμοιαζε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Ο Θάνος Καλατζής είχε πεθάνει πριν μια μέρα στο χωριό, από έμφραγμα, την ώρα που χόρευε στο γλέντι του γάμου της κόρης του. Εκείνη τη μέρα, φορούσε την καμπαρντίνα. Στη γυναίκα του και στην κόρη του είχε πει ότι την αγόρασε με το μπόνους που του είχε δώσει τα Χριστούγεννα ο Ανδρέας Μποστατζόγλου. Του έδινε άλλον αέρα. Τη φορούσε πάντα σε γάμους, βαπτίσεις και μεγάλες γιορτές στο χωριό. Το αφεντικό του όλο ξεχασμένη την είχε στο αυτοκίνητο και δεν τη φόραγε ποτέ.
——- /// ——–
Θέλω να βρω δουλειά, είναι σύμφωνος και ο Τάκης” είπε η Αντωνία. “Μαζί θα τα καταφέρουμε. Εσύ φρόντιζε τον άντρα σου. Θα μιλήσω στον Μποστατζόγλου” της υποσχέθηκε η μάνα της. Και πράγματι, την επόμενη μέρα τον πήρε τηλέφωνο.
“Καλημέρα Αντρέα”
“Τι θέλεις Σοφία;”
“Αν θέλεις να μην ανοίξω το στόμα μου, βρες μια δουλειά για την Αντωνία”
“Τι εννοείς;”
“Αν δεν της βρεις δουλειά θα πω στη γυναίκα σου ότι τόσα χρόνια με πήδαγες για να έχει δουλειά ο άντρας μου”
“Τι δουλειά;”
“Όποια δουλειά υπάρχει”
“Καλά, πες της να περάσει αύριο στις δέκα το πρωί από το γραφείο. Δεν πιστεύω να ξέρει και για εμάς; Και να σου πώ, θα το κάνω υπό έναν όρο”
“Λέγε, τι θέλεις;”
“Θα της πεις να φοράει στο γραφείο την καμπαρντίνα που μου είχε “δανειστεί” ο άντρας σου.
“Κάθαρμα” ψιθύρισε η Σοφία και έκλεισε το τηλέφωνο.
——- //// ——-
“Ανδρέας Μποστατζόγλου, Άγγελε εσύ;”
“Μάλιστα κύριε Μποστατζόγλου, τι μπορώ να κάνω για εσάς;”
“Θέλω να παρακολουθείς μια γυναίκα. Λέγεται Αντωνία Καλατζή. Δουλεύει μαζί μου”
“Τι ακριβώς θα θέλατε να μάθετε;”
“Δεν θέλω ακριβώς να μάθω”
“Τι εννοείτε;”
“Θέλω να την παρακολουθείς κάθε πρωί και βράδυ, όταν θα έρχεται και θα φεύγει από το γραφείο. Τώρα το φθινόπωρο θα φοράει κάθε μέρα την ίδια καμπαρντίνα. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θέλω να της την πάρεις και να μου την φέρεις”.
“Βεβαίως κύριε Μποστατζόγλου”
“Σε ευχαριστώ Άγγελε”.