Το βλέμμα του ήταν σοβαρό και η περπατησιά του αντρίκια. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα και μακριά και έπεφταν επάνω στα πλατιά του στήθια. Είχε μουστάκι στριφτό τσιγκελωτό. Φρόντιζε το ντύσιμό του και φορούσε χρυσό γιλεκάκι. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν Διάκος στο μοναστήρι του Άη – Γιάννη στην Αρτοτίνα. Ύστερα έγινε μπουλουξής και χτυπούσε τους Τούρκους με λημέρι στα βουνά. Σήμερα έμαθα ότι τον παλούκωσαν οι Τούρκοι στη Λαμία.
Να πω ότι λυπάμαι;
Ήμουν δεν ήμουν δεκαεννιά. Η ομορφιά μου ξακουστή όχι μόνο στη Σέλιανη, αλλά και στα χωριά τριγύρω. Πρώτος με ζήτησε ο Γούλας. Όμως εγώ του αρνήθηκα γιατί ήθελα εκείνον, τον Θανάση το Διάκο. Αρραβωνιαστήκαμε. Ο Γούλας όμως του είπε ότι είμαι σαν και τις άλλες και ότι θα κατάφερνε να με ανεβάσει στο βουνό. Ο Θανάσης στοιχημάτισε ότι ποτέ δεν θα τολμούσα να βγω από το σπίτι. Λίγες μέρες μετά, ένα παλικάρι του με βρήκε και μου έδειξε το σουγιά του Θανάση. Μου είπε ότι εκείνος τον έστειλε και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τον ακολουθήσω στο λημέρι τους. Τον αγάπαγα τον Θανάση και δεν λογάριαζα τίποτα. Βγήκα από το σπίτι μου και ανέβηκα στο βουνό. Όταν με είδε ο αρραβωνιαστικός μου οργίστηκε. Μπροστά στα παλικάρια του με άρπαξε, μου ‘κοψε τις πλεξούδες και μου ξέσκισε τα ρούχα. Με έδιωξε. Βρέθηκα στο δάσος χωρίς να καταλαβαίνω γιατί έγιναν όλα αυτά. Πλακώθηκε η ψυχή μου. Γύρισα νύχτα στο σπίτι. Ο πατέρας μου με ‘εσπρωξε και μούγκρισε: “Χάσου μαρή απ ́τα μάτια μας, μας ρεζίλεψες! ̈. Κούρνιασα κάτω από το πλατάνι στη βρύση, έξω από το χωριό. Τα ξημερώματα πετάχτηκα αλαφιασμένη. Μια πέτρα με χτύπησε στο κεφάλι.
Είδα δυο παιδιά με ταγάρια στον ώμο και πέτρες στα χέρια. Φώναζαν και γελάγαν μ ́εμένα. Ήταν στο δρόμο για τα μαντριά. Πού είμαι; Γιατί βρέθηκα εγώ εδώ; Δεν ήξερα πού να σταθώ.
Κοίταξα τον ουρανό και είπα : ̈Θεέ μου βόηθα! ̈. Μια βροντή ακούστηκε. Ερχόταν βροχή.
Τυλίχτηκα στα κουρέλια μου και πήρα ένα μονοπάτι. Μ ́ έβγαλε σ ́ ένα χωριό. Τα σκυλιά με γαύγιζαν. Μια γριά με πλησίασε.
̈Τι είναι κόρη μου; ̈ μου είπε.
̈Πάρε να προσφαΐσεις ̈. Μέσα στο δεξί της χέρι είχε ένα κομμάτι ψωμί. Δεν
καταλάβαινα τι γινόταν.
̈Πάρε το, είναι δικό σου ̈. Συνέχισε να μου μιλάει.
Σηκώθηκα και χωρίς να το καταλάβω πού πάω έφτασα σε μια πλατεία. Μόνο άντρες. Γιατί γελούσαν; Ένας από αυτούς φώναξε
δείχνοντάς με:
̈Να! Η Παλιοκατερίνη από τη Σέλιανη! ̈.